δορυξος

δορυξος
    δορυξός
     Arph. = δορυξόος См. δορυξοος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δορυξος" в других словарях:

  • δορυξός — δορυξόος spear polishing masc nom sg δορυξός spear polishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυξόος — και δορυξοῡς και δορυξός, ο (Α) κατασκευαστής δοράτων …   Dictionary of Greek

  • δορυξοῦ — δορυξόος spear polishing masc/fem/neut gen sg δορυξόος spear polishing masc gen sg δορυξός spear polishing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυξέ — δορυξόος spear polishing masc voc sg δορυξός spear polishing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυξόν — δορυξόος spear polishing masc acc sg δορυξός spear polishing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»